συνυβριζω

συνυβριζω
    συνυβρίζω
    συν-υβρίζω
    вместе наносить оскорбления, совместно оскорблять Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συνυβριζω" в других словарях:

  • συνυβρίζω — Α συμπεριφέρομαι υβριστικά ή βλάπτω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • συνυβρίζοντα — συνυβρίζω join in violence pres part act neut nom/voc/acc pl συνυβρίζω join in violence pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνύβριζε — συνυβρίζω join in violence pres imperat act 2nd sg συνυβρίζω join in violence imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβριζόμενος — συνυβρίζω join in violence pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβριοῦμεν — συνυβρίζω join in violence fut ind act 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβρισθέντες — συνυβρίζω join in violence aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβρίζεις — συνυβρίζω join in violence pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβρίζεσθαι — συνυβρίζω join in violence pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβρίζεται — συνυβρίζω join in violence pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβρίζοντας — συνυβρίζω join in violence pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνυβρίζωνται — συνυβρίζω join in violence pres subj mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»